Του παιδιου μου το παιδι, ειναι δυο φορες παιδι μου

Κάποιες γυναίκες κρύβουν μια σούπερ ηρωίδα μέσα τους. Το αγόρι μου πιστεύει κάτι τέτοιο για μένα. Εγώ πιστεύω πως η μαμά μου είναι μια τέτοια. Η μαμά μου μοιάζει ώρες ώρες τόσο στη γιαγιά μου.
Η γιαγιά μου έκανε πάντα ότι ήθελε στη ζωή της. Ήταν διαόλου κάλτσα που λένε. Ή αλλιώς Μανιάτισσα, από τον Πύργο Διρού. Ήταν μια Λιανερίτσα (το γένος Λιανέρη) περήφανη και καμαρωτή που έκανε κόρες Ανδρεϊτσες με το πιο όμορφο παλικάρι του χωριού. Σύμφωνα με τη γιαγιά μου πάντα, ο παππούς μου ήταν κάτι σαν αρχοντόπαιδο που υπερασπιζόταν το δίκαιο. Στους αντάρτες άνηκε με την σύγχρονη απόδοση της ελληνικής ιστορίας και είχε καταλήξει αρκετές φορές στην φυλακή για αυτόν τον λόγο.
Την πρώτη φορά που βρέθηκε εκεί άρχισε να γράφει στη γιαγια μου γράμματα και τότε γεννήθηκε το αμοιβαίο αίσθημα! Κάπου εδώ να πω πως η γιαγιά μου ήταν αναλφάβητη, έμαθε μόνη της με πείσμα γραφή και ανάγνωση μάλλον στη συγκεκριμένη φάση της ζωής της, ερωτιάρα και πεισματάρα η γιαγιά Μαρία.
 Φοβόταν που λέτε η Μαρία μην βρούν τα γράμματα τα αδέλφια της και τα έκρυβε μέσα στον πέτρινο τοίχο. Θα ήτα γύρω στα 16-17. Στα 19 τον πήρε με παπά (κουμπάρο δε μου έχει αναφέρει αν είχαν τότε) στις 31 Ιούλη, μην μπει ο Αύγουστος γιατί τον Αύγουστο δεν παντρεύανε.

 “Αχ Μαρούλι μου! Εμείς ανάγκη δεν τους έχουμε. Πάμε στο Πέραμα μας; Να παίζουμε στις κούνιες στην Πρόνοια; Στην επιστροφή θα περάσουμε και από τον καφενέ να μας κερνάσει ο παππούς πορτοκαλάδα.”
Τέτοια έλεγε η γιαγιά μου, κάθε φορά που η μάνα μου την κατηγορούσε για τα παιδικά της τραύματα. Αυτά η γιαγιά μου τα έλεγε μέχρι πρώτινος άμα την παρασκοτίζαν και σαν καλή σύζυγος έβαζε και το ταίρι της, τον πάππου, στην διαφυγή της. Κάπου εδώ να σημειωθεί ότι ο παππούς μου έχει απεβιώσει από το ’92, τον κουβαλούσε μαζί της όμως στη μαύρη τσάντα της. Όλους μας κουβαλούσε στην μαύρη τσάντα της. Είχε τις φωτογραφίες από τα παιδόγγονα της τυλιγμένες ανάμεσα σε χαρτοπετσέτες ευλαβικά μπολιασμένες σε μια φθαρμένη αγία επιστολή, βιβλιαράκι με λιγότερες από 10 σελίδες. 6 παιδιά, 15 εγγόνια και 5 δισέγγονα (το ένα καθ’οδόν).
Τα τελευταία 20 χρόνια που θυμάμαι τον εαυτό μου θυμάμαι και αυτή την τσάντα. Ήταν κάτι σαν το μαγικό τσαντάκι του Sport Billy, πάντα έκρυβε ένα δωράκι ακόμα και για σένα που σε γνώρισε μόλις. Όλοι οι καλοί μου φίλοι έχουν κάτι από τη γιαγιά μου, έστω και ένα μπιχλιμπίδι ψεύτικό. 
Είναι Τετάρτη του Πάσχα και στέκομαι για τελευταία φορά μπροστά στη σούπερ γιαγιά, αυτή την πεισματάρα και ξεροκέφαλη γιαγιά που στη ζωή της έκανε πάντα ότι ήθελε και λογαριασμό δεν έδινε.
Γιαγιά το πτυχίο δεν το έχω πάρει ακόμα θα το πάρω του χρόνου, αλλά έχω γίνει πρώτη σοφερίνα κι ότι κι αν λέει η μάνα μου τη μουσική δεν την αφήνω.

Η ευχή της Γιαγιάς:
*Αν είναι να κάνεις τον άλλο χαρούμενο να το λες κανένα ψεματάκι.
* Κεράτωνε τον άντρα σου και μάγεια μην του κάνεις.
* Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή σαν κακλαμάνα (άχαρη!)
* Ο κόσμος δε θέλει να του μιλάς για προβλήματα, για αυτό κι εσύ συρτά να γράφεις, που είναι χορευτικά, να τους ξεσηκώνεις.
* Η ζωή είναι να τη μοιράζεσαι